- υδρονομέας
- ο, Ν1. υπάλληλος τής υδρονομικής υπηρεσίας τής αγροφυλακής, ο οποίος επιτηρεί και ελέγχει την κανονική ροή τών αρδευτικών υδάτων και τη διανομή τους και έχει την προστασία τους, καθώς και τη διαφύλαξη τών σχετικών εγγειοβελτιωτικών έργων2. δικλείδα με την οποία ρυθμίζεται η ποσότητα του παρεχόμενου νερού, αλλ. υδροσύρτης3. φρ. «επόπτες υδρονομέων» — υπάλληλοι τής αγροφυλακής που είναι προϊστάμενοι τών υδρονομέων και έχουν ως κύριο έργο τον έλεγχό τους, αλλά ασκούν, όταν απαιτείται, και όλα τα καθήκοντα τών υδρονομέων.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρονομή + επίθημα -εύς / -έας. Η λ., στον λόγιο τ. υδρονομεύς, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.