υδρονομέας

υδρονομέας
ο, Ν
1. υπάλληλος τής υδρονομικής υπηρεσίας τής αγροφυλακής, ο οποίος επιτηρεί και ελέγχει την κανονική ροή τών αρδευτικών υδάτων και τη διανομή τους και έχει την προστασία τους, καθώς και τη διαφύλαξη τών σχετικών εγγειοβελτιωτικών έργων
2. δικλείδα με την οποία ρυθμίζεται η ποσότητα του παρεχόμενου νερού, αλλ. υδροσύρτης
3. φρ. «επόπτες υδρονομέων» — υπάλληλοι τής αγροφυλακής που είναι προϊστάμενοι τών υδρονομέων και έχουν ως κύριο έργο τον έλεγχό τους, αλλά ασκούν, όταν απαιτείται, και όλα τα καθήκοντα τών υδρονομέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρονομή + επίθημα -εύς / -έας. Η λ., στον λόγιο τ. υδρονομεύς, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υδρονομέας — ο 1. υπάλληλος της υδρονομικής υπηρεσίας, που ρυθμίζει τα σχετικά με τη διανομή του νερού, ο νεροκράτης. 2. δικλίδα που ρυθμίζει την ποσότητα της παροχής του νερού, υδροσύρτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυλακάρης — ο (θηλ. αυλακάρισσα, η) αυτός που φροντίζει το αρδευτικό αυλάκι, ο υδρονομέας …   Dictionary of Greek

  • νεροκράτης — ο 1. αυτός που ρυθμίζει τη ροή, τη διανομή τού νερού, υδρονόμος, υδρονομέας 2. πέτρινη λεκάνη για νερό, γούρνα, ποτίστρα 3. κοινή ονομασία τού φυτού που φέρει τη λόγια ονομασία δίψακος ο γναφευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + κράτης (< κρατώ),… …   Dictionary of Greek

  • νεροκρότης — ο 1. αυτός που κανονίζει την παροχή νερού, αλλ. υδρονομέας. 2. λάκκος που κρατά νερό. 3. είδος φυτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”